ἀμφικάθημαι

ἀμφικάθημαι
ἀμφί , κατά-κάθημαι
to be seated
pres ind mid 1st sg
ἀμφί , κατά-κάθημαι
to be seated
pres ind mid 1st sg (ionic)
ἀμφί-κάθημαι
to be seated
perf ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφικάθημαι — ἀμφικάθημαι (Α) κάθομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κάθημαι] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”